φαρισαΐκός

φαρισαΐκός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαρισαίους, που είναι των Φαρισαίων.
2. μτφ., υποκριτικός, δόλιος: Φαρισαϊκή νοοτροπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαρισαϊκός — ή, ό / φαρισαϊκός, ή, όν, ΝΑ [Φαρισαῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαρισαίους νεοελλ. υποκριτικός, δόλιος. επίρρ... φαρισαϊκώς / φαρισαϊκῶς ΝΜ, και φαρισαϊκά Ν όπως οι Φαρισαίοι, με υποκριτικό και δόλιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος …   Dictionary of Greek

  • υποκριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ταιριάζει σε υποκριτή, προσποιητός, επίπλαστος, φαρισαϊκός: Υποκριτική καλοσύνη. 2. το θηλ. ως ουσ. υποκριτική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”