- φαρισαΐκός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαρισαίους, που είναι των Φαρισαίων.2. μτφ., υποκριτικός, δόλιος: Φαρισαϊκή νοοτροπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.